- παθητικός
- -ή, -ό(ΑΜ παθητικός, -ή, -όν) [παθητός]1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση»)2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία»)3. γραμμ. αυτός που δηλώνει ότι το υποκείμενο πάσχει, δέχεται, υφίσταται την ενέργεια κάποιου άλλου, δηλ. τού ποιητικού αιτίου («παθητική διάθεση ρημάτων»)νεοελλ.1. αυτός που κρατάει κακία στην ψυχή του, εμπαθής, μνησίκακος2. το ουδ. ως ουσ. το παθητικό α) λογαριασμός που αφήνει έλλειμμα ή προκαλεί ζημίαβ) το σύνολο τών οικονομικών υποχρεώσεων ατόμου ή επιχείρησηςγ) μτφ. (για πρόσ.) το σύνολο τών μειονεκτημάτων3. φρ. α) «παθητικός δορυφόρος»αστρον. δορυφόρος μη εφοδιασμένος με επιστημονικά όργανα ο οποίος χρησιμοποιείται μόνο για να παρακολουθείται η συμπεριφορά του, λ.χ. οι μεταβολές και η εξέλιξη τής τροχιάς τουβ) «παθητικός ομοφυλόφιλος» — ομοφυλόφιλο άτομο αρσενικού γένους τού οποίου η ερωτική παρέκκλιση εντοπίζεται αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά στο να κρατάει στην ομοφυλοφιλική ερωτική συνεύρεση τον ρόλο τού θηλυκούγ) «παθητικό βραχυπρόθεσμο» — το σύνολο τών υποχρεώσεων επιχείρησης που λήγουν σε χρονικό διάστημα μικρότερο από ένα έτοςδ) «παθητικό εικονικό» — ανύπαρκτες υποχρεώσεις που εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία είτε από δόλο είτε από παραδρομήε) «παθητικό ληξιπρόθεσμο» — το απαιτητό παθητικό, δηλ. το σύνολο τών υποχρεώσεων που έληξαν και είναι απαιτητές από τους δικαιούχουςστ) «παθητικό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο» — το σύνολο τών υποχρεώσεων τής επιχείρησης που λήγουν σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από ένα έτοςζ) «παθητικό πραγματικό» — το σύνολο τών υφιστάμενων υποχρεώσεων τής επιχείρησης προς τρίτουςη) «παθητικό νεύρο»ιατρ. το νεύρο τής τέταρτης εγκεφαλικής συζυγίας, το πιο λεπτό τών εγκεφαλικών νεύρωναρχ.1. ο υποκείμενος σε πάθηση, ο δεκτικός παθημάτων2. (κατ' επέκτ.) ο ευαίσθητος3. αυτός που μπορεί να αισθάνεται κάτι4. το ουδ. ως ουσ. το συγκινητικό ύφος γραψίματος5. φρ. α) «τὸ παθητικὸν μόριον τῆς ψυχῆς» — το τμήμα τής ψυχής το οποίο δέχεται εντολές, εντυπώσεις, δηλ. το άλογονβ) «παθητικαὶ ποιότητες» — ποιότητες που προκαλούν πάθος, συγκίνησηγ) «παθητική στέγνωσις» — σύσφιγξη τών πόρωνδ) «ἐκ τῶν παθητικῶν λέγειν» — το να λέγει κανείς παθητικά, συγκινητικά πράγματα.επίρρ...παθητικώς και -ά (ΑΜ παθητικῶς)1. με πάθος, με συγκίνηση («τραγούδησε παθητικά»)2. χωρίς προσωπική ενέργεια ή προσπάθεια («αντιμετωπίζει τη μοίρα του παθητικά».)3. γραμμ. στην παθητική φωνή, στον παθητικό τύπονεοελλ.με μνησικακία («τού μίλησε παθητικά για να τόν πληγώσει»).
Dictionary of Greek. 2013.